Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ
Ο Γέροντας Ιάκωβος γεννήθηκε σης 5 Νοεμβρίου 1920 από ευσεβείς γονείς. Την Θεοδώρα από το Λιβίσι της Μικράς Ασίας και τον Σταύρο από την Ρόδο. Η οικογένεια της μητέρας του ήταν γνωστοί στο Πατριαρχείο, ευεργέτες των σχολείων της Μάκρης και με σπουδαία εκκλησιαστική παράδοση. Στις αρχές του 1922 «Τούρκοι πιάσανε τον πατέρα του ο οποίος οδηγήθηκε στα βάθη της Ασίας. Μετά την καταστροφή η οικογένεια του ακολούθησε τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς. Το καράβι τους μετέφερε στην Ιτέα και από εκεί πήγαν στην Άμφισσα Εκεί για καλή τους τύχη το 1925 βρήκαν τον πατέρα του μικρού Ιακώβου και μαζί πλέον η οικογένεια μετακινήθηκε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας. Ο μικρός Ιάκωβος ήταν επτά χρονών και είχε μάθει απέξω την θεία Λειτουργία χωρίς να γνωρίζει γράμματα. Το 1927 πήγε σχολείο και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Η αγάπη του για την εκκλησία ήταν έκδηλη. Την ίδια χρονιά εμφανίσθηκε μπροστά του η Αγία Παρασκευή και του φανέρωσε το λαμπρό εκκλησιαστικό του μέλλον ενώ συχνά διάβαζε ευχές, προσευχόταν και θεράπευε συγχωριανούς του. Το 1933 τελείωσε το δημοτικό αλλά οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Ακολούθησε τον πατέρα του στην δουλειά του. Ο μητροπολίτης Χαλκίδος εντυπωσιασμένος από το ψάλσιμο του τον χειροθέτησε αναγνώστη. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά ασκητική. Έτρωγε λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχόταν συνεχώς και δούλευε σκληρά. Τα βάσανα και οι κακουχίες της κατοχής ταλαιπώρησαν τους άτυχους πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντας του ότι θα γίνει ιερέας. Το 1947 ο Ιάκωβος πήγε στρατιώτης. Τα πειράγματα των συναδέλφων του που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο «πάτερ Ιάκωβος» αλλά και ο χλευασμός τους δεν τον πτοούσαν. Ο διοικητής του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και ήταν από τους λίγους που κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. Μετά την απόλυση του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και τον πατέρα του. Ο αγώνας του τώρα για να αποκαταστήσει την αδελφή γίνεται εντονότερος, χωρίς όμως να παραμελεί αυτό το οποίο ποθεί από τα παιδικά του χρόνια. Να γίνει μοναχός.
Έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας του, να παντρέψει την αδελφή του το Νοέμβριο του 1952 προσέρχεται στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ στις Ροβιές, για να εκπληρώσει και την δική του επιθυμία Σε ηλικία 32 ετών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου 1952 στην Χαλκίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε ιερέα. Έτσι συνέχισε η ζωή του ασκητή Ιάκωβου, εργασία στο μοναστήρι, προσευχή στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ, οι θεοπτίες και θαύματα τα οποία με τον καιρό πλήθαιναν. Ο βαθμός άσκησης του ήλθε σε υψηλά πνευματικά επίπεδα και πολλές φορές οι δαίμονες τον έδειραν βάναυσα Ο ίδιος έβλεπε και συνομιλούσε συχνά με τους οσίους Δαβίδ και Ιωάννη Ρώσο, ενώ το προορατικό του χάρισμα ήταν σπουδαίο. Τον Αύγουστο του 1963 με θαυμαστό τρόπο τάισε με δυόμισι οκάδες μανέστρα, 75 εργάτες με πλουσιοπάροχες μερίδες και περίσσεψε και μισή κατσαρόλα.! Στις 25 Ιουνίου 1975 ο γέροντας Ιάκωβος ανέλαβε το πηδάλιο της μονής της μετανοίας του. Από την λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία Του άρχισε να κλονίζεται. Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγχείριση Βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «..η θεία δύναμη κρατούσε τον παππού..». Από το 1990 και μετά ο γέροντας δεν είχε πλέον δυνάμεις και οι κρίσεις στην υγεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από μικρο-εμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό. Επιστρέφοντας στην μονή έπαθε φλεγμονή η οποία εξελίχτηκε σε πνευμονία Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του. Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991 πήγε στην ακολουθία, έψαλε και κοινώνησε. Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματική του κόρη, ενώ τον υποτακτικό του Ιλαρίωνα, τον οποίον εκείνη την μέρα θα χειροτονούσε σε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδος. Μόλις ήλθαν οι πατέρες ο γέροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγμός του εξασθένησε και από τα χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα Ο γέροντας είχε πάρει πλέον τον δρόμο για την μακαρία ζωή. Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν γη την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλιβερό γεγονός. Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν το μοναστήρι, κληρικοί όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα, ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Η αυλή της μονής ήταν κατάμεστη. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο ύπαιθρο και μετά από τους επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος είπε να υψώσουν το φέρετρο ψηλά να δουν α πιστοί τον Όσιο γέροντα. Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύγασαν « Άγιος, Άγιος». Σήμερα έχει γίνει πλέον πεποίθηση σε όλη την Ελλάδα ότι ο γέροντας Ιάκωβος με τα δεκάδες μετά θάνατον του θαύματα, έχει καταταγεί στην χορεία των Αγίων.
"Πρέπει να είμαστε κοντά στο Χριστό, διότι ουκ οίδατε την ημέραν, ουδέ την ώραν… Εκείνος έχει ορίσει και την ημέρα και την ώρα που θα’ ρθει να μας πάρει. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι."
Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης
Τοποθετήστε το δείκτη του ποντικιού πάνω στις εικόνες για να διαβάσετε την περιγραφή τους

Ο Γέροντας κρατά την εικόνα του Οσίου Δαβίδ έξω από το Καθολικό της Ι. Μονής


29-12-1991. Απ' το 40ήμερο Μνημόσυνο του Γέροντα. Οι πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες δεν εμπόδισαν τα πνευματικά του παιδιά να τρέξουν και πάλι στη Μονή

Ο Γέροντας κρατά την εικόνα του Οσίου Δαβίδ έξω από το Καθολικό της Ι. Μονής
Ντοκιμαντέρ για τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη
Γέροντας Ιάκωβος - Ομιλία του ιδίου
Μαρτυρίες Θαυμάτων
Περιστατικά από τη ζωή του Γέροντα
Από μικρό παιδί ο Γέροντας αγαπούσε την ασκητική ζωή. «Μ’ ευχαριστούσε» έλεγε, «να φεύγω από το σπίτι μου και να βγαίνω έξω στα βουνά˙ εύρισκα σπηλιές και μέσα κεί προσευχόμουν...».
Όταν κάποτε είχε αρρωστήσει με σοβαρό κρυολόγημα, από θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους έγινε καλά. «Είχαμε μια μικρή ασημένια εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους έως 600 ετών», έλεγε για το περιστατικό αυτό ο Γέροντας, «η μητέρα μου έκανε πολλή προσευχή και μετάνοιες παρακαλώντας τον Άγιο να γίνω καλά. Τότε είδα ένα χέρι ιερέως να περνάει από πάνω από το κεφάλι μου και να με σταυρώνει στο στήθος... ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος... και αμέσως είχα γίνει καλά». Κι άλλη φορά πάλι που έπαθε σοβαρή δερματοπάθεια στα πέλματα των ποδιών του, παρακαλώντας ο ίδιος – μικρό παιδί τότε – την Παναγία είχε θεραπευτεί.
Συχνά επισκεπτόταν τα εξωκλήσια του χωριού του και κυρίως της Αγίας Παρασκευής. Εκεί συχνά έβλεπε την Αγία, ως μοναχή. Ένα βράδυ μάλιστα του είχε πει πως στη ζωή του θα δει δόξες και τιμές πολλές και πώς το χρυσάφι θα περνάει από τα χέρια του χωρίς να τον αγγίζει.
Ο μικρός Ιάκωβος στις προσευχές του δεν ξεχνούσε τους συγχωριανούς του. Πολλές φορές μάλιστα με τις παιδικές προσευχές του θαυματουργούσε, κάνοντας καλά δηλαδή ανθρώπους ασθενείς.
Είκοσι δύο ετών ο πατήρ Ιάκωβος έχασε τη μητέρα του που πολύ την αγαπούσε. «Παιδί μου Ιάκωβε» του είχε πει, «εγώ μετά τρεις μέρες θα φύγω…θα πεθάνω…εσύ παπάς να γίνεις…προστάτεψε την αδελφή σου, αποκατάστησε την και μετά πηγαίνεις…με την ευχή μου!»
Στα τριάντα του χρόνια ο νεαρός Ιάκωβος αποφάσισε να γίναι μοναζός στους Αγίους Τόπους. Πριν ξεκινήσει όμως θέλησε να ζητήσει την ευλογία και τη βοήθεια του Όσιου Δαβίδ για αυτό και επισκέφτηκε το μοναστήρι του. Μόλις πλησίασε τα είδε όλα αλλαγμένα και μεγαλόπρεπα. Έξω από τη μονή τον περίμενε ο Όσιος Δαβίδ, ως ένας σεβάσμιος Γέροντας. «Παιδί μου» του είπε «αυτά που βλέπεις είναι η πολιτεία των ασκητών…αν έμενες εδώ θα σου έδινα ένα σπιτάκι αλλά εσύ ήλθες να προσκυνήσεις και να φύγεις.» ¨Γέροντα θα μείνω» είπε. Και έμεινε.
Η κοινοβιακή ζωή στο μοναστήρι ήταν δύσκολη. Ο θεός δοκιμάζει τους ανθρώπους του κάποτε «σκληρά» και «ισόβια». Όταν μάλιστα κάποτε είχε αρρωστήσει βαριά και ακινητοποιήθηκε στο κρεβάτι παρακάλεσε τον Άγιο Δαβίδ να τον βοηθήσει. Έτσι και έγινε. «ένιωσα τότε» ομολογούσε ο Γέροντας «να με ακουμπάει η γέρικη πλάτη ιερέως» Ήταν ο Όσιος. Άλλοτε πάλι τον είχαν γιατρέψει από κατάγματα οι Άγιοι Ανάργυροι τους οποίους ο Γέροντας είχε δει να τον επισκέπτονται και να τον θεραπεύουν.
Πολύ αγαπούσε ο Γέροντας την άσκηση. Ακόμη και τα βράδια μέσα στο πυκνό σκοτάδι πήγαινε στο ασκητήριο του όσιου Δαβίδ και προσευχόταν. Επέστρεφε δε σχεδόν το πρωί. «ένα αστεράκι κατέβαινε από τον ουρανό και μου φώτιζε το μονοπάτι μπροστά μου» έλεγε ο Γέροντας «εκεί - πνευματικώ τω τρόπω - με περίμενε ο Όσιος».
Το Δεκέμβριο του 1952 ο πατήρ Ιάκωβος έγινε ιερέας. Αρχίζοντας την ιερατική του ζωή ο Γέροντας στο μοναστήρι τελούσε τη Θεία Λειτουργία κάθε μέρα. «έτσι» έλεγε «κοινωνώντας καθημερινά ένιωθα τέτοια δύναμη μέσα μου που ήμουν σαν λιοντάρι…όλη την μέρα ούτε πεινούσα ούτε διψούσα…και έτσι εργαζόμουν ακούραστος για την ανοικοδόμηση της μονής.»
Συχνά πήγαινε και στα χωριά. Εξομολογούσε του κατοίκους λειτουργούσε και βοηθούσε όσο μπορούσε τους άπορους αδελφούς του. Άδειαζε τα χέρια του και ο Θεός του τα γέμιζε ξανά. Το χρυσάφι περνούσε από τα χέρια του όπως κάποτε του το είχε πει η Αγία Παρασκευή αλλά δεν έμενε. Γινόταν αγάπη, γινόταν χαρά, ανακούφιση, παρηγοριά, φροντίδα, τρόφιμα, φάρμακα…
Κάποτε είχε αρρωστήσει βαριά και τον έβαλαν στο νοσοκομείο για εγχείρηση. Ο Γέροντας παρακαλούσε τους δύο αγαπημένους του Αγίους, Όσιο Δαβίδ και Όσιο Ιωάννη τον Ρώσο να τον βοηθήσουν όπως και έγινε. «ήταν να φύγεις σήμερα» του είπαν μετά την εγχείρηση, αλλά τον άφησαν «για την αύριο»
Από τις πολλές δοκιμασίες των ασθενειών, η πάθηση της καρδιάς ήταν που τελικά οδήγησε τον Γέροντα στην άλλη ζωή. Προγνώρισε τον θάνατο του, για αυτό παρακάλεσε αγιορείτη ιεροδιάκονο που εξομολόγησε το πρωί να μείνει ωε το απόγευμα να τον «ντύσει». Κοιμήθηκε την ημέρα των Εισοδίων της Παναγίας, 21 Νοεμβρίου 1991.
Διδαχές του Γέροντα
Έλεγε ο πατήρ Ιάκωβος « Η χάρη των Αγίων μας ακόμη και πάνω στα ξύλα των αγίων εικόνων υπάρχει. Κάποτε στην Μικρά Ασία ένας Τούρκος κτηνοτρόφος προσπάθησε με το τσεκούρι του να σχίσει παλιό ξύλο εικόνας. Με την πρώτη τσεκουριά το ξύλο άρχισε να αιμορραγεί. Ο τούρκος τότε πανικόβλητος παρέδωσε την εικόνα στους χριστιανούς διηγούμενος το θαύμα.»
Άλλοτε πάλι σε λιτανεία της εικόνας της Παναγίας ο Γέροντας είδε την εικόνα ζωντανή την Παναγιά να σηκώνει το χέρι της και να τον ευλογεί.
Τόνιζε ο Γέροντας ότι μεγάλη σημασία στην πνευματική εξέλιξη των απογόνων έχει η πνευματική κατάσταση και η βιωτή των γονιών.
Έλεγε ο Γέροντας «Μια φορά που λειτουργούσα δεν μπορούσα να κάνω Μεγάλη Είσοδο από αυτά που έβλεπα. Οπότε ξαφνικά νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην Αγία Πρόθεση. Ήταν ο Αρχάγγελος.»
Όταν ο Γέροντας κοινωνούσε τους πιστούς και έβλεπε τα πρόσωπά τους, άλλα πρόσωπα έβλεπε με μορφές ζωών και άλλα να λάμπουν σαν τον ήλιο. Ενώ όταν προσκόμιζε έβλεπε τις ψυχές που περνούσαν από μπροστά του και τον παρακαλούσαν να τις μνημονεύσει.
Στους γονείς που ρωτούσαν τι κάνουν τα παιδιά τους όταν δεν ακούνε έλεγε: «προσευχή θα κάνετε με πίστη θα τα νουθετήσετε και όσο μπορείτε με την αγάπη και με τον καλό τον τρόπο. Όχι με αυστηρότητα.»
Αναφερόμενος ο Γέροντας στο θέμα της νηστείας έλεγε: « Η νηστεία είναι η πρώτη εντολή του Θεού και ο Χριστός μας ακόμη νήστεψε. Εμένα δεν με έβλαψε η νηστεία μέχρι σήμερα που είμαι 70 χρονών. Και τα δαιμόνια και οι αρρώστιες και όλα τα πάθη με τη νηστεία και με την προσευχή αποβάλλονται.»
Ένας άνθρωπος ρώτησε «Εφόσον ο πατήρ Ιάκωβος αγαπά Τον Θεό γιατί ο Θεός επέτρεψε και πήγε στο νοσοκομείο και του έκαναν σοβαρές εγχειρήσεις;» Ο Γέροντας απάντησε: «Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ».
Συχνά ο Γέροντας έλεγε «Δεν πρέπει παιδιά μου να έχει κανείς αμφιβολίες ούτε δυσπιστίες. Να έχετε πίστη Θεού ως κόκκον σινάπεως και ότι ζητήσετε ο Θεός θα σας το δώσει. Πάντα η προσευχή στηρίζει. Να μη φοβόμαστε. Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
«Χωρίς την ψυχήν μας καθαρήν, δεν έχουμε κανένα όφελος από τη Θεία Κοινωνία. Για αυτό να μη διστάζετε, να μην ντρέπεστε και να εξομολογείσθε. Ότι και αν έχετε κάνει, την πιο μεγάλη αμαρτία, ο πνευματικός έχει την εξουσία από το Χριστό και από τους Αποστόλους με το πετραχήλι του να τη συγχωρήσει.»
«Η στενοχώρια είναι η πιο μεγάλη αρρώστια, να τη διώχνετε.»
«Στην Εκκλησία βρίσκουμε την υγεία, την παρηγοριά, την ελπίδα και τη σωτηρία της ψυχής μας».
Αφιέρωμα από τον ιστοχώρο "Ορθόδοξος Λόγος"
Ο μακαριστός π. Ιάκωβος Τσαλίκης γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου το 1920 στο Λίβισι της Μ. Ασίας.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, καθώς στην περιοχή, ως γνωστό, κυριαρχούσαν οι Τούρκοι. Όταν ήταν δύο ετών δόθηκε διαταγή όλοι οι Λιβισιανοί να φύγουν από την περιοχή. Περίπου 2000 γυναικόπαιδα και γέροι (μια και όλοι οι άντρες είχαν οδηγηθεί αιχμάλωτοι σε καταναγκαστικά έργα-μαζί και ο πατέρας του μακαριστού Ιακώβου, Σταύρος) κίνησαν στη θλιβερή πομπή. Μάτια φοβισμένα, πόδια να τρεκλίζουνε, καρδιά σκοτεινή χωρίς ελπίδα. Το μικρό Ιάκωβο κρατούσε στην αγκαλιά η μητέρα του. Τα αδέλφια του, Γιώργος και Τασούλα , ήταν μόλις τεσσάρων ετών και σαράντα ημερών. Δίχως τα παραμικρά οικονομικά εφόδια, αφού και τα λιγοστά πράγματα που μπόρεσαν να πάρουν τους το άρπαξαν οι Τούρκοι, ξεκίνησαν ένα βασανιστικό ταξίδι που κράτησε μια εβδομάδα και πλέον. Έφτασαν τελικά στην Ιτέα. Αρχηγός της οικογένειας ήταν τώρα η γιαγιά του Ιακώβου, η κυρα-Δέσποινα. Γυναίκα με φλογισμένη πίστη, αστείρευτη υπομονή και δυναμικότητα. Από αυτήν πήρε το λαμπρό παράδειγμα και διδάχθηκε την αγάπη στο Θεό και τους ανθρώπους ο Ιάκωβος. Τελειώνοντας το 1925 μετέφεραν τους Λιβισιανούς πρόσφυγες σε μια τοποθεσία της βόρειας Εύβοιας, στο χωριό Φαράκλα.
Ο μικρός Ιάκωβος ήταν πια επτά ετών και τα πέντε τα είχε ζήσει σε πανάθλιες συνθήκες. Από τα έξη του το Ιακωβάκι, χωρίς να ξέρει γράμματα είχε μάθει απ' έξω τα της Θ. Λειτουργίας. Σιγόψελνε με τόση σοβαρότητα και αυστηρότητα, που οι γύρω του σάστιζαν. Τις ανάγκες του σχολείου στη Φαράκλα εξυπηρετούσε το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής.
Ο Ιάκωβος έπαιρνε πολύ τα γράμματα. ήταν άριστος μαθητής όχι μόνο για τις επιδώσεις του αλλά και για την συμπεριφορά του. Ένα πάμφτωχο παιδάκι, έξι-επτά χρόνων, τους περισσότερους μήνες ξυπόλυτο, με τριμμένα ρούχα, όμως πάντα καθαρά, αδύνατο απελπιστικά ξεχωρίζει αβίαστα. Ψηλόλιγνο, σοβαρό, το κεφαλάκι του πάντα ψηλά, μετωπάκι καθαρό, φωτεινό. Αργότερα, σχεδόν από τα δέκα του χρόνια, πολλοί θα τον φωνάζουν "πάτερ Ιάκωβε". Αργά το απόγευμα κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαινε και άναβε τα καντηλάκια στο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής (το σχολείο του). Πήγαινε μόνο του και του άρεσε να μένει μέχρι το νύχτωμα.
Ένα απόγευμα όμως, θα 'ταν τότε οκτώ-εννέα ετών, εκεί που προσευχότανε του εμφανίστηκε ολοζώντανη η αγία Παρασκευή, ακριβώς όπως ήταν στη εικόνα. Το παιδί τρόμαξε και έφυγε. Ξαναπήγε άλλη μέρα και του εμφανίστηκε πάλι. Έφυγε τρέχοντας μα η αγία του μίλησε γλύκα και το καθησύχασε λέγοντάς του ποια είναι. Το Ιακωβάκι έκατσε δειλά-δειλά κοντά της και την άκουγε. Οι εμφανίσεις της αγίας συνεχίστηκαν, ώσπου το Ιακωβάκι συνήθισε. Κάθονταν δίπλα-δίπλα και μιλάγανε ... τέτοια οικειότητα και αφελή παρρησία ο μικρός! Συχνά βοηθούσε στο ιερό τον π. Δημήτριο με φόβο Θεού και επιμέλεια. Εκεί στην αγία τράπεζα, πολλές φορές αντελήφθηκε και είδε αγγέλους και άκουσε ψαλμωδίες. Με όλα αυτά το Ιακωβάκι έγινε από εννέα ετών σιγά-σιγά η καταφυγή των απλοϊκών και φτωχών ανθρώπων. Αρρώσταιναν τα ζώα; φωνάζανε τον Ιάκωβο να τα διαβάσει και γίνονταν καλά. Στα παιδάκια και πάλι το ίδιο.
Το 1933 ο Ιάκωβος τελείωσε το Δημοτικό. Για Γυμνάσιο ούτε λόγος. Η φτώχια και η ανέχεια δεν επέτρεπαν τέτοια σκέψη. Έτσι έμεινε και δούλευε στα χωράφια τους και για μεροκάματο σε ξένα χωράφια. Όσο όμως κουβάλαγε πέτρες προσευχόταν. Έλεγε Παρακλήσεις και ψιθύριζε τροπάρια. Τη νύχτα έκανε πολλές μετάνοιες, διάβαζε με το λυχνάρι ή το φεγγάρι και ώρες ολόκληρες έμενε γονατιστός, κάτι που το είχε μέχρι την κοίμησή του. Κάποτε αρρώστησε πολύ βαριά. Με τη λίγη ιατρική περίθαλψη ήταν βέβαιο πως θα πέθαινε. Ένα απόγευμα όμως του εμφανίστηκε ο άγιος Χαράλαμπος. Είδε ζωντανό το χέρι του με το επιμάνικο να τον σταυρώνει στο στήθος. Ο Ιάκωβος συνήλθε αμέσως! Όλοι στο χωριό τον είχαν για ιερό πρόσωπο κι ας ήταν μόλις δεκαεννιά-είκοσι ετών. Στην κατοχή τα βάσανα των φτωχών προσφύγων έγιναν ακόμη μεγαλύτερα. Ο Ιάκωβος, όμως, όρθιος! Στις ήδη υπάρχουσες συμφορές προστέθηκε κι εκείνη του θανάτου της μητέρας του. Η λύπη του ήταν αφόρητα μεγάλη. Από τότε ανέλαβε την προστασία της μικρής του αδελφής και έμεινα να την φροντίζει. Ενώ δηλαδή σκόπευε να γίνει μοναχός νωρίτερα, καθυστερούσε για να την παντρέψει πρώτα. Εργαζόταν και προσευχόταν ακατάπαυστα !
Ο στρατός στην ηλικία των εικοσιεπτά ετών τον βρήκε εξαντλημένο. Ο πρώτος μήνας ήταν ο πιο δύσκολος. Οι χλευασμοί και τα ειρωνικά σχόλια των υπολοίπων στο θάλαμο δεν έλειψαν ούτε μια μέρα. Αργότερα όμως άλλαξαν κάπως τα πράγματα. Ο πρώτος φαντάρος που αρρώστησε είχε δίπλα του τον Ιάκωβο, να του δώσει νερό, να του πάει μια ασπιρίνη. Και μέσα στο δύσκολο αυτό κλίμα αγωνιζόταν να τηρεί τη νηστεία και την προσευχή. Με τον καιρό θα έλεγε κανείς ότι άρχισαν να τον συμπαθούν. Μετά το θάνατο και του πατέρα του έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. ΄Όπου έβρισκε.
Το 1951, σε ηλικία τριανταενός ετών έβαλε πλώρη για το μοναστήρι του οσίου Δαυίδ του γέροντος στην Εύβοια, μια και η αδελφή του είχε πια παντρευτεί. Με πολύ κόπο λόγω και της πεζοπορίας κατόρθωσε να φτάσει στο μοναστήρι. Τον έπιασε απελπισία και παράπονο. Παντού εγκατάλειψη και αδιαφορία. Οι τσοπάνηδες διαφεντεύανε το χώρο μέσα και έξω. Τρεις μοναχοί που ζούσαν εκεί, φαίνονταν παραδομένοι στον άθλιο κατήφορο της Μονής. Όλοι τον κακοπήραν και του κακοφέρθηκαν. Του μιλούσαν άσχημα, τον περιφρονούσαν, δεν του έδιναν φαγητό. Προσευχήθηκε ώρες ατέλειωτες και πήρε την απόφαση να μείνει εκεί κι ας είναι κόλαση το μοναστήρι! Τον έβαλαν σ' ένα κελί ερείπιο. Ο μοναχός Άνθιμος και οι τσοπάνηδες του άνοιξαν φρικτό πόλεμο. Τον έβριζαν, τον περιγελούσαν, επιχείρησαν ακόμη και να τον σκοτώσουν. Όταν ο ηγούμενος της Μονής αναγνωρίζοντας την αρετή του τον έκειρε μοναχό και τον έκανε οικονόμο της μονής ο πόλεμος εναντίον του έγινε ακόμη μεγαλύτερος. Κι όσο οι άλλοι τον βρίζανε, τόσο ευγενικότερα, τόσο ταπεινότερα φερόταν εκείνος.
Στις 18 Δεκεμβρίου χειροτονήθηκε διάκονος και την επομένη ιερέας. Οι ασκητικοί του αγώνες στο μοναστήρι ήταν υπέρμετροι. Υπερβολική εργασία αφού κανείς δεν τον βοηθούσε, ελάχιστη τροφή και ύπνος, ανυπόφορη παγωνιά, καθώς δεν είχε παρά μόνο κάτι φτωχά, ελαφριά ρούχα κι έτσι όλο αρρώσταινε. Φθινόπωρο ή άνοιξη, δεν είχε ομπρέλα, κόστιζε πολλά γι' αυτόν. Δεύτερο ράσο... ούτε συζήτηση. Παρ' όλ' αυτά όπως έλεγε "η καρδιά του ήταν περιβόλι" και ήταν πάντα χαρούμενος.
Ένας βαθύς πόνος τον πλημμύριζε: να ασκητέψει στο Ασκητήριο του οσίου Δαυίδ. Ξεκίνησε λοιπόν ένα απόγευμα μετά τον εσπερινό, όπως συνήθιζε, να πάει στον γνώριμο τόπο του. Ήταν όμως βαθιά νύχτα χωρίς φεγγάρι και ήταν δύσκολο να βρει το μονοπάτι. Χάθηκε. Μπλέχτηκε σε κάτι βάτα, χτύπησε και χάθηκε στη χαράδρα. - " Θεέ μου, φώτισέ μου το δρόμο να φτάσω στο ασκητήριο", είπε.
Συνήθιζε να λέει γι' αυτές του τις νυχτερινές περιπέτειες:-"Και ο καλός Θεός άκουσε το αίτημά μου. Από τα πολλά άστρα του ουρανού μού έδωσε κι εμένα ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά και μού 'φεγγε το δρόμο. Έτσι έφτανα στο ασκητήριο. Και πάλι ο αστέρας μου φέγγει μέχρι την πόρτα της Μονής. Οι πατέρες κοιμόνταν και δεν καταλάβαιναν τίποτα". Πριν μπει στο ασκητήριο, επειδή φοβόταν να 'ναι μόνος ζήτησε άλλη μια χάρη από τον όσιο Δαυίδ:- Αγιε Δαυίδ, αν θες, να έρθεις κι εσύ να προσευχηθείς μαζί μου, αλλά να έρθεις με γνωστό πρόσωπο για να μη φοβηθώ! . Και μπαίνοντας νιώθει δίπλα του τον ηγούμενο Νικόδημο. Γονατίσανε, διαβάσανε Παρακλήσεις, όλο το Ψαλτήρι κι έκαναν μετάνοιες. Γυρνώντας στη Μονή έριχνε λίγο νερό στο πρόσωπό του και χτύπαγε την καμπάνα. Μετά άρχιζε τις δουλειές. Δεν προλάβαινε να ξεκουραστεί καθόλου.
Κάποτε στο ασκητήριο καθώς προσευχόταν εμφανίστηκαν χίλιοι σκορπιοί. Εκείνος έλεγε την ευχή κι ένιωθε εσωτερική αγαλλίαση.
Ο διάβολος όμως προσπάθησε να τον εμποδίσει από την αγιαστική προσευχή. Η σπηλιά γέμισε σκορπιούς, χιλιάδες, αμέτρητοι. Τρόμαξε για λίγο όμως κατανοώντας την παγίδα του διαβόλου διέταξε:-Μέχρι εδώ, εκεί θα σταθείτε. Και πήρε μια πέτρα, με την οποία χάραξε έναν κύκλο γύρω του, στον οποίο δεν έπρεπε να μπουν οι σκορπιοί. Συνέχισε άφοβα την προσευχή του και κανένας σκορπιός δεν πέρασε όλη τη νύχτα τον κύκλο! Ο μακαριστός π. Ιάκωβος είχε μια μοναδική, ευλογημένη οικειότητα με τον όσιο Δαυίδ. Χαρακτηριστικό είναι μεταξύ άλλων και το εξής περιστατικό: Κάποτε η πατρίδα του οι Λιβανάτες υπέφερε από ανομβρία. Ο π.Ιάκωβος που είχε πάει να την επισκεφτεί για να φέρει στους κατοίκους την κάρα του οσίου, ακούγοντας τους ανθρώπους να μιλούν για τη συμφορά, έκατσε στην άκρη της βάρκας και είπε στον όσιο:-Γέρο ήρθαν οι χωριανοί σου για την ανομβρία. Σε παρακαλώ τώρα που θα πάμε να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε μη με ντροπιάσεις. Θα ρεζιλευτείς κι εσύ κι εγώ! Βγήκανε στη στεριά κι άρχισε αμέσως να μπουμπουνίζει.
Τριάντα χρόνια μετά έλεγε:
-Εγώ, αδελφέ μου, τα λέω στο αυτί του αγίου κι αυτός ανοίγει γραμμή με το Χριστό μας! Ο μακαριστός π. Ιάκωβος αξιώθηκε να λάβει μεγάλο μισθό των καμάτων του ήδη από την επίγεια ζωή του. κάποτε:-Αχ, πάτερ μου, να βλέπατε τι γίνεται την ώρα του Χερουβικού, θα φεύγατε όλοι...Αοράτως ανεβοκατεβαίνουν άγγελοι και πολλές φορές αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν στους ώμους μου! Ο μακαριστός γέροντας συλλειτουργούσε με τους αγίους και τους αγγέλους! Το μεγαλύτερο και θαυμασιότερο θαύμα που του πρόσφερε ο Θεός το αναφέρει ο ίδιος σ' ένα σημείωμά του: -Στις 22 Νοεμβρίου ημέρα Σάββατο πρωί στην αγία Προσκομιδή την ώρα που θα κάλυπτα τα Αγια Δώρα, είδα ένα κομμάτι αίμα στεγνό, το άγγιξα και στο δάχτυλό μου επάνω έμεινε το αίμα. Φώναξα έναν αδελφό και του είπα τι είδα αλλά εκείνος είπε πως εμείς πάτερ δε βλέπουμε. Κύριε ελέησον είπα τρεις φορές!
Ο π. Ιάκωβος είχε αξιωθεί ακόμη και του προορατικού χαρίσματος αλλά το έκρυβε για να μη δοξάζεται. Διάβαζε ακόμα και τους μύχιους λογισμούς και έτυχε σε πολλούς να πει:-Αυτό που σκέπτεσαι να το κάνεις.
Η υγεία του χειροτέρευε ολοένα και περισσότερο. Εντούτοις δεν έπαψε να δέχεται πλήθος ανθρώπων που έρχονταν για να πάρουν την ευχή του . Προσευχόταν για άλλους και θεραπεύονταν. Οι συνεργάτες του όμως άγιοι Δαυίδ και Ιωάννης δεν συνέτρεχαν και στις δικές του αρρώστιες. Τα ήξερε αυτά καλά. Θα 'μενε όπως ο απόστολος Παύλος με τη χάρη του Θεού. Οι κρίσεις με σφιξίματα και εφιδρώσεις ήταν ανυπόφορες. Τον ρωτούσες όμως "τι κάνεις γέροντα;" και καμιά φορά απαντούσε:
-Έχω ένα σφίξιμο στο στήθος και με πιάνουν ιδρώτες... Αλλά δε βαριέσαι, ο ένας απ' αυτό, ο άλλος από την άλλη, όλοι θα φύγουμε μια μέρα. Και θα πάμε στους ουρανούς, ενώπιον του δικαίου Κριτού. Το άσχημο για μένα είναι ότι δεν έχω κάνει τίποτα για τον Κύριο και τι λόγο θα δώσω στο Θεό;
Ο π. Ιάκωβος ζούσε τον Παράδεισο ήδη από εδώ στη γη! Έλεγε στον όσιο Δαυίδ "έλα" κι εκείνος έσπευδε! Τι άλλο μεγαλύτερο να ζητούσε; Ποια μεγαλύτερη παρηγοριά στους φρικτούς πόνους των ασθενειών του; Όσο πλησίαζε το τέλος του, ενώ ικέτευε για το έλεος του Θεού, ενώ έλεγε ότι δεν έχω κάνει τίποτα για το Χριστό, αφηνόταν καμιά φορά κι έλεγε: -Πάτερ μου, με νομίζουν για τρελό, χαζό... άμα πεθάνω θα δούνε ποιος είναι ο Ιάκωβος... Δεν τα λέω αυτά από εγωισμό, αλλά προς δόξαν Θεού!
Νύχτα της 20ης Νοεμβρίου-πρωί της 21ης. Ήρθε η ώρα να τελειώσει το μαρτύριό της ζωής αυτής. Αγρύπνησε το τελευταίο του βράδυ. Λειτούργησε την επομένη για τα Εισόδια της Παναγίας και λίγο μετά το μεσημέρι άφησε σαν πουλάκι την ψυχή του, την εξαγνισμένη από στο καμίνι της άσκησης και της γεμάτης ταπείνωση αγάπης. Την ημέρα της κηδείας αλλά και την επομένη το πρόσωπο του γέροντα είχε μια ιλαρότητα και φωτεινότητα. Έγινε πιο ζωντανός από ζωντανός. Δεν έπαθε ακαμψία, ούτε πάγωσε. Καταλύθηκε ο φυσικός νόμος.
Ο κόσμος που έφτασε στο μοναστήρι ήταν αμέτρητος. Ο επίσκοπος ζήτησε να υψώσουν το φέρετρο για να το δει ο κόσμος. Και μόλις φάνηκε το ιερό λείψανο , μια συγκλονιστική κραυγή ακούστηκε. "Αγιος, άγιος ... είσαι άγιος